Δομιανίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Δομιανίτης < Δομιαν(οί) + -ίτης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðo.mɲaˈni.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δο‐μια‐νί‐της
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔομιανίτης αρσενικό (θηλυκό Δομιανίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατάγεται από τους Δομιανούς ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη Δομιανοί
Μεταφράσεις
επεξεργασία Δομιανίτης
|