Δείτε επίσης: Διάκος

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Διακός < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Διακός αρσενικό



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Διακός Διακή τὸ Διακόν
      γενική τοῦ Διακοῦ τῆς Διακῆς τοῦ Διακοῦ
      δοτική τῷ Διακ τῇ Διακ τῷ Διακ
    αιτιατική τὸν Διακόν τὴν Διακήν τὸ Διακόν
     κλητική ! Διακέ Διακή Διακόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Διακοί αἱ Διακαί τὰ Διακᾰ́
      γενική τῶν Διακῶν τῶν Διακῶν τῶν Διακῶν
      δοτική τοῖς Διακοῖς ταῖς Διακαῖς τοῖς Διακοῖς
    αιτιατική τοὺς Διακούς τὰς Διακᾱ́ς τὰ Διακᾰ́
     κλητική ! Διακοί Διακαί Διακᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Διακώ τὼ Διακᾱ́ τὼ Διακώ
      γεν-δοτ τοῖν Διακοῖν τοῖν Διακαῖν τοῖν Διακοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Διακός < (Ζεύς, Διός) Δι- + -ακός

  Επίθετο

επεξεργασία

Διακός, -ή, -όν

  1. σχετικός με τον Δία
  2. σχετικός με την αρχαία πόλη Δῖον

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη Ζεύς