Δευτερία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Δευτερίᾱ | αἱ | Δευτερίαι |
γενική | τῆς | Δευτερίᾱς | τῶν | Δευτεριῶν |
δοτική | τῇ | Δευτερίᾳ | ταῖς | Δευτερίαις |
αιτιατική | τὴν | Δευτερίᾱν | τὰς | Δευτερίᾱς |
κλητική ὦ! | Δευτερίᾱ | Δευτερίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Δευτερίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Δευτερίαιν | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Δευτερία < μεσαιωνική λατινική Deuteria < σουηβική ή γοτθική < πρωτογερμανική *Þeudarīks < *þeudō (λαός) + *rīks (βασιλιάς)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔευτερία θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Θεοδώριχος
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Θεοδώριχος στη Βικιπαίδεια
- Deuteria (λατινικά)
- δευτερία (αρχ. ελλ., θηλ. του επιθέτου δευτέριος)
Πηγές
επεξεργασία- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press