Δεσποινίτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Δεσποινίτσα | οι | Δεσποινίτσες |
γενική | της | Δεσποινίτσας | — | |
αιτιατική | τη | Δεσποινίτσα | τις | Δεσποινίτσες |
κλητική | Δεσποινίτσα | Δεσποινίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Δεσποινίτσα < Δέσποιν(α) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðe.spiˈni.t͡sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δε‐σποι‐νί‐τσα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔεσποινίτσα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Δεσποινίτσα
|
Πηγές
επεξεργασία- "Συλλογή κύριων ονομάτων των νεότερων Ελλήνων Θράκης". Αρχείου του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού. 1. Αθήνα: Τυπογραφείον Σεργιάδου. 1934-35. σελ. 218-224.