Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Δασοχώρι τα Δασοχώρια
      γενική του Δασοχωρίου των Δασοχωρίων
    αιτιατική το Δασοχώρι τα Δασοχώρια
     κλητική Δασοχώρι Δασοχώρια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Δασοχώρι < Δασοχώριον ((καθαρεύουσα), παλαιότερη ονομασία)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Δασοχώρι ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία