Δασαμάρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Δασαμάρι | τα | Δασαμάρια |
γενική | του | Δασαμαριού | των | Δασαμαριών |
αιτιατική | το | Δασαμάρι | τα | Δασαμάρια |
κλητική | Δασαμάρι | Δασαμάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Δασαμάρι < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ða.saˈma.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δα‐σα‐μά‐ρι
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔασαμάρι ουδέτερο