Γούβες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Γούβες | ||
γενική | των | Γουβών | ||
αιτιατική | τις | Γούβες | ||
κλητική | Γούβες | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Γούβες < καθαρεύουσα Γοῦβες. → δείτε και τη λέξη γούβα.
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈɣu.ves/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γού‐βες
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Γούβες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό