ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική /τὸ Γλυκέριον
      γενική τῆς/τοῦ Γλυκερίου
      δοτική τῇ/τῷ Γλυκερί
    αιτιατική τὴν/τὸ Γλυκέριον
     κλητική ! Γλυκέριον
Θηλυκό ή ουδέτερο. Δεν μαρτυρείται πληθυντικός.
Συνήθως, στην ονομαστική, αιτιατική και κλητικού ενικού.
2η κλίση, Κατηγορία 'Γλυκέριον' όπως «Γλυκέριον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Γλυκέριον < Γλυκέρ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ιον

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Γλυκέριον θηλυκό ή ουδέτερο