Γλυκέριον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ/τὸ | Γλυκέριον | ||||||
γενική | τῆς/τοῦ | Γλυκερίου | ||||||
δοτική | τῇ/τῷ | Γλυκερίῳ | ||||||
αιτιατική | τὴν/τὸ | Γλυκέριον | ||||||
κλητική ὦ! | Γλυκέριον | |||||||
Θηλυκό ή ουδέτερο. Δεν μαρτυρείται πληθυντικός. Συνήθως, στην ονομαστική, αιτιατική και κλητικού ενικού. | ||||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'Γλυκέριον' όπως «Γλυκέριον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Γλυκέριον < Γλυκέρ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ιον
Κύριο όνομα επεξεργασία
Γλυκέριον θηλυκό ή ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή) χαϊδευτικό, υποκοριστικό γυναικείο όνομα
- ※ 2/3ος↓ αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 13, 45.11
- ἡ Γλυκέριον λαβοῦσα παρ' ἐραστοῦ τινος Κορίνθιον παράπηχυ καινὸν λῄδιον ἔδωκεν εἰς γναφεῖον.
- ※ 2ος↓ αιώνας ⌘ Λουκιανός, Ἑταιρικοὶ Διάλογοι, Γλυκέρα και Θαΐς, 1.1.5 Luciani Samosatensis Opera, ed. G. Dindorf, vol.3
- Οὔκ, ἀλλὰ οἶδα, ὦ Γλυκέριον, καὶ συνέπιε μεθ' ἡμῶν πέρυσιν ἐν τοῖς Ἁλώοις. ()
- ※ 5/6ος αιώνας Ἀρισταίνητοςw, Ἐπιστολαί, 1.22.25–27 Epistolographi graeci, ed.Christoph Plantinus, 1566
- Τί δὴ οὖν ἄκων”, φησίν, “λελύπηκα τὸ Γλυκέριον; ἑκὼν γὰρ οὐκ ἄν ποτε κατ' ἐκείνης ἐπλημμέλουν ἐγώ.
- ※ 2/3ος↓ αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 13, 45.11
Πηγές επεξεργασία
- Γλυκέριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
- M. J. Osborne and S. G. Byrne 1994 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. II: Attica, Oxford: Oxford University Press.
- Thomas Corsten 2010 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. V.A: Coastal Asia Minor. Pontos to Ionia, Oxford: Oxford University Press