Γκολφίτσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Γκολφίτσα | οι | Γκολφίτσες |
γενική | της | Γκολφίτσας | — | |
αιτιατική | την | Γκολφίτσα | τις | Γκολφίτσες |
κλητική | Γκολφίτσα | Γκολφίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Γκολφίτσα < Γκόλφ(ω) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɡolˈfi.t͡sa/
Κύριο όνομα επεξεργασία
Γκολφίτσα θηλυκό
- υποκοριστικό, χαϊδευτικό γυναικείο όνομα
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Γκόλφω
Γκολφίτσα
|