Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Γιασεμίτσα οι Γιασεμίτσες
      γενική της Γιασεμίτσας
    αιτιατική τη Γιασεμίτσα τις Γιασεμίτσες
     κλητική Γιασεμίτσα Γιασεμίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Γιασεμίτσα < Γιασεμ(ιά) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʝa.seˈmi.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Για‐σε‐μί‐τσα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Γιασεμίτσα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία