Γιαγτζής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Γιαγτζής < (επάγγελμα) οθωμανική τουρκική اغجی (yağcı), στα τουρκικά yağcı (λαδάς, ελαιοπαραγωγός, λαδέμπορος) και επώνυμο Yağcı < yağ (λάδι)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓιαγτζής αρσενικό (θηλυκό Γιαγτζή)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε και Γιαγτζιάν