Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ελαιοπαραγωγός < έλαιο + παραγωγός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ελαιοπαραγωγός οι ελαιοπαραγωγοί
      γενική του/της ελαιοπαραγωγού των ελαιοπαραγωγών
    αιτιατική τον/την ελαιοπαραγωγό τους/τις ελαιοπαραγωγούς
     κλητική ελαιοπαραγωγέ ελαιοπαραγωγοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ελαιοπαραγωγός αρσενικό ή θηλυκό

  Επίθετο επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η ελαιοπαραγωγός το ελαιοπαραγωγό
      γενική του/της ελαιοπαραγωγού του ελαιοπαραγωγού
    αιτιατική τον/την ελαιοπαραγωγό το ελαιοπαραγωγό
     κλητική ελαιοπαραγωγέ ελαιοπαραγωγό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελαιοπαραγωγοί τα ελαιοπαραγωγά
      γενική των ελαιοπαραγωγών των ελαιοπαραγωγών
    αιτιατική τους/τις ελαιοπαραγωγούς τα ελαιοπαραγωγά
     κλητική ελαιοπαραγωγοί ελαιοπαραγωγά
Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «εξαγωγός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ελαιοπαραγωγός, -ός, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία