Γεροντόβραχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Γεροντόβραχος | οι | Γεροντόβραχοι |
γενική | του | Γεροντόβραχου | των | Γεροντόβραχων |
αιτιατική | τον | Γεροντόβραχο | τους | Γεροντόβραχους |
κλητική | Γεροντόβραχε | Γεροντόβραχοι | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʝe.ɾonˈdo.vɾa.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γε‐ρο‐ντό‐βρα‐χος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓεροντόβραχος αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Γεροντόβραχος