Γερακίτσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Γερακίτσα | οι | Γερακίτσες |
γενική | της | Γερακίτσας | — | |
αιτιατική | τη | Γερακίτσα | τις | Γερακίτσες |
κλητική | Γερακίτσα | Γερακίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Γερακίτσα < + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα επεξεργασία
Γερακίτσα θηλυκό
- υποκοριστικό, χαϊδευτικό γυναικείο όνομα