Γαρδίκης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Γαρδίκης < : πατριδωνυμικό < Γαρδίκ(ι) (χωριά σε πολλά μέρη της Ελλάδας) + -ης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɣaɾˈði.cis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γαρ‐δί‐κης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Γαρδίκης αρσενικό (θηλυκό Γαρδίκη)
Μεταγραφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- σελ. 194 - Ανδριώτης, Νικόλαος Π. (1950). "Συμβολή στη μορφολογία των νεοελληνικών επωνύμων". Επιστημονικές Επετηρίδες Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. (πλοήγηση)