Δείτε επίσης: γίδες

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι Γίδες
      γενική των Γιδών
    αιτιατική τις Γίδες
     κλητική Γίδες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Γίδες < γίδες < πληθυντικός αριθμός του γίδα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈʝi.ðes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Γί‐δες

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Γίδες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

  1. ημιορεινό χωριό στη βόρεια Άνδρο
  2. χωριό της Εύβοιας, πρώην ονομασία της Αμφιθέας[1]

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ΦΕΚ Α 188, 19 Αυγούστου 1954 (Λήψη αρχείου PDF)