Γίδες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Γίδες | ||
γενική | των | Γιδών | ||
αιτιατική | τις | Γίδες | ||
κλητική | Γίδες | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Γίδες < γίδες < πληθυντικός αριθμός του γίδα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈʝi.ðes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γί‐δες
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓίδες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό