Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Βριλήσσια
      γενική των Βριλησσίων
    αιτιατική τα Βριλήσσια
     κλητική Βριλήσσια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βριλήσσια < αρχαία ελληνική Βριλησσ(όν) + -ία[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vɾiˈli.si.a/ & /vɾiˈli.sça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βρι‐λήσ‐σια

  Κύριο όνομα επεξεργασία

 
Η θέση των Βριλησσίων στην Αττική

Βριλήσσια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Κώστας Η. Μπίρης (³2006), Αι τοπωνυμίαι της πόλεως και των περιχώρων των Αθηνών. Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού-Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων, ISBN 978-960-214-445-9 (ψηφιακή ανατύπωση της πρώτης έκδοσης του 1971), σελ. 25-30.