Βραχμαπούτρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Βραχμαπούτρας | οι | Βραχμαπούτρες |
γενική | του | Βραχμαπούτρα | των | Βραχμαπούτρων |
αιτιατική | τον | Βραχμαπούτρα | τους | Βραχμαπούτρες |
κλητική | Βραχμαπούτρα | Βραχμαπούτρες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Βραχμαπούτρας < Βραχμαπούτρα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vɾax.maˈpu.tɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βραχ‐μα‐πού‐τρας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒραχμαπούτρας αρσενικό
- ποταμός της Ασίας, άλλη μορφή του Βραχμαπούτρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία Βραχμαπούτρας
→ δείτε τη λέξη Βραχμαπούτρα |