Δείτε επίσης: βουνιώτισσα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βουνιώτισσα οι Βουνιώτισσες
      γενική της Βουνιώτισσας των Βουνιωτισσών
    αιτιατική τη Βουνιώτισσα τις Βουνιώτισσες
     κλητική Βουνιώτισσα Βουνιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βουνιώτισσα < Βουνιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vuˈɲo.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βου‐νιώ‐τισ‐σα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βουνιώτισσα θηλυκό

  1. (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Βουνιώτης
  2. προσωνυμία της Παναγίας σε μονή στη Χίο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Βουνιώτης