Βλάχικα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Βλάχικα | ||
γενική | των | Βλάχικων & Βλαχίκων | ||
αιτιατική | τα | Βλάχικα | ||
κλητική | Βλάχικα | |||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Βλάχικα < βλάχικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου βλάχικος στον πληθυντικό
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈvla.çi.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βλά‐χι‐κα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒλάχικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό