Δείτε επίσης: βλάχικα
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Βλάχικα
      γενική των Βλάχικων
Βλαχίκων
    αιτιατική τα Βλάχικα
     κλητική Βλάχικα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Βλάχικα < βλάχικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου βλάχικος στον πληθυντικό

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈvla.çi.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βλά‐χι‐κα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Βλάχικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ΦΕΚ 91 Α, 13 Ιουνίου 1963