↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Βησαιεύς οἱ Βησαιεῖς - Βησαιῆς*
      γενική τοῦ Βησαιέως
Βησαιῶς
τῶν Βησαιέων
Βησαιῶν
      δοτική τῷ Βησαιεῖ τοῖς Βησαιεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Βησαιέ
Βησαι
τοὺς Βησαιέᾱς
Βησαιᾶς
     κλητική ! Βησαιεῦ Βησαιεῖς - Βησαιῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Βησαι1 ή Βησαιεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  Βησαιέοιν
Κλίνεται όπως το βασιλεύς με επιπλέον συνηρημένους τύπους.
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'ἁλιεύς' όπως «ἁλιεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Βησαιεύς < Βῆσ(α) + -εύς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Βησαιεύς αρσενικό