Βησαιεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Βησαιεύς | οἱ | Βησαιεῖς - Βησαιῆς* |
γενική | τοῦ | Βησαιέως & Βησαιῶς |
τῶν | Βησαιέων & Βησαιῶν |
δοτική | τῷ | Βησαιεῖ | τοῖς | Βησαιεῦσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | Βησαιέᾱ & Βησαιᾶ |
τοὺς | Βησαιέᾱς & Βησαιᾶς |
κλητική ὦ! | Βησαιεῦ | Βησαιεῖς - Βησαιῆς* | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Βησαιῆ1 ή Βησαιεῖ2 | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Βησαιέοιν | ||
Κλίνεται όπως το βασιλεύς με επιπλέον συνηρημένους τύπους. * αττικός τύπος 1 όπως στη Γραμματική του Smyth 2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου. | ||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'ἁλιεύς' όπως «ἁλιεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαΒησαιεύς αρσενικό
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος του δήμου της Βήσας
Πηγές
επεξεργασία- Βησαιεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Βησαιεύς - Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français (Το Μεγάλο Μπαγί: Λεξικό [αρχαίας] ελληνικής-γαλλικής), Παρίσι: Hachette.