Βερνικιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /veɾ.niˈco.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βερ‐νι‐κιώ‐της
Ετυμολογία 1
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΒερνικιώτης αρσενικό (θηλυκό Βερνικιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που είναι κάτοικος οικισμού με το όνομα Βέρνικο
Συγγενικά
επεξεργασία- Βέρνικο
- Βερνικιώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία Βερνικιώτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Βερνικιώτης | οι | Βερνικιώτηδες |
γενική | του | Βερνικιώτη* | των | Βερνικιώτηδων |
αιτιατική | τον | Βερνικιώτη | τους | Βερνικιώτηδες |
κλητική | Βερνικιώτη | Βερνικιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Βερνικιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Βερνικιώτης < πατριδωνυμικό Βερνικιώτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒερνικιώτης αρσενικό (θηλυκό Βερνικιώτη ή Βερνικιώτου)