Βενέτω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Βενέτω | οι | Βενέτες |
γενική | της | Βενέτως | των | Βενέτων |
αιτιατική | τη | Βενέτω | τις | Βενέτες |
κλητική | Βενέτω | Βενέτες | ||
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος. | ||||
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /veˈne.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βε‐νέ‐τω
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒενέτω θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Βενέτω
|
Πηγές
επεξεργασία- "Συλλογή κύριων ονομάτων των νεότερων Ελλήνων Θράκης". Αρχείου του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού. 1. Αθήνα: Τυπογραφείον Σεργιάδου. 1934-35. σελ. 218-224.