Βελισάριος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Βελισάριος | οι | Βελισάριοι |
γενική | του | Βελισάριου & Βελισαρίου |
των | Βελισάριων & Βελισαρίων |
αιτιατική | τον | Βελισάριο | τους | Βελισάριους & Βελισαρίους |
κλητική | Βελισάριε | Βελισάριοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Βελισάριος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βελισάριος αρσενικό (θηλυκό: Βελισαρία)
Άλλες μορφές επεξεργασία
- Βελισάρης (μεσαιωνικό)
- Βελισσάριος
Μεταφράσεις επεξεργασία
Βελισάριος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βελισάριος αρσενικό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Βελισάριος στη Βικιπαίδεια στρατηγός του Βυζαντίου (500-565)