Βεκίλης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Βεκίλης < αξίωμα βεκίλης < τουρκική vekil (πληρεξούσιος / αντιπρόσωπος) < αραβική وكيل (wakīl, αντιπρόσωπος)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒεκίλης αρσενικό (θηλυκό Βεκίλη)
Βεκίλης αρσενικό (θηλυκό Βεκίλη)