Βαλασόπουλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Βαλασόπουλος | οι | Βαλασόπουλοι & Βαλασοπουλαίοι1 |
γενική | του | Βαλασόπουλου & Βαλασοπούλου |
των | Βαλασόπουλων2 & Βαλασοπουλαίων |
αιτιατική | τον | Βαλασόπουλο | τους | Βαλασόπουλους3 & Βαλασοπουλαίους |
κλητική | Βαλασόπουλε | Βαλασόπουλοι & Βαλασοπουλαίοι | ||
1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Βαλασοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Βαλασοπούλους | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Βαλασόπουλος < πατρωνυμικό Βαλάσ(ιος) + -όπουλος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /va.laˈso.pu.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βα‐λα‐σό‐που‐λος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βαλασόπουλος αρσενικό (θηλυκό Βαλασοπούλου)
Άλλες γραφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Ιωάννης Βαλασόπουλος στη Βικιπαίδεια (1821-1888), Έλληνας πολιτικός