Βαλασσόπουλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Βαλασσόπουλος | οι | Βαλασσόπουλοι & Βαλασσοπουλαίοι1 |
γενική | του | Βαλασσόπουλου & Βαλασσοπούλου |
των | Βαλασσόπουλων2 & Βαλασσοπουλαίων |
αιτιατική | τον | Βαλασσόπουλο | τους | Βαλασσόπουλους3 & Βαλασσοπουλαίους |
κλητική | Βαλασσόπουλε | Βαλασσόπουλοι & Βαλασσοπουλαίοι | ||
1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Βαλασσοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Βαλασσοπούλους | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Βαλασσόπουλος < πατρωνυμικό Βαλάσσ(ιος) + -όπουλος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /va.laˈso.pu.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βα‐λασ‐σό‐που‐λος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βαλασσόπουλος αρσενικό (θηλυκό Βαλασσοπούλου)