Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
κοινού γένους αρσενικό κοινού γένους
ονομαστική ο/η Βαβάκου οι Βαβακαίοι οι Βαβάκου
      γενική του/της Βαβάκου των Βαβακαίων των Βαβάκου
    αιτιατική τον/τη Βαβάκου τους Βαβακαίους τους/τις Βαβάκου
     κλητική Βαβάκου Βαβακαίοι Βαβάκου
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό.
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Σταύρου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βαβάκου < γενική ενικού του αρσενικού Βαβάκος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βαβάκου θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία

Βαβάκου αρσενικό