Βίταλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Βίταλα | ||
γενική | των | Βιτάλων | ||
αιτιατική | τα | Βίταλα | ||
κλητική | Βίταλα | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Βίταλα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈvi.ta.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βί‐τα‐λα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒίταλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Άλλες μορφές
επεξεργασία- Βίταλο (πρώην ονομασία)