Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Βίδι τα Βίδια
      γενική του Βιδίου των Βιδίων
    αιτιατική το Βίδι τα Βίδια
     κλητική Βίδι Βίδια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βίδι < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈvi.ði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βί‐δι

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βίδι ουδέτερο

  • (οικισμός) άλλη γραφή του Βύδι
    ※  Περί τα μέσα του 19ου αιώνα, στον δυτικό μυχό του Πώγωνος (υδάτινη επιφάνεια μεταξύ Πόρου-Τροιζηνίας) και δίπλα σε ελώδη έκταση, δημιουργήθηκε το Βίδι. Πρόκειται για μια βραχύβια και δημογραφικά ασήμαντη πληθυσμιακή οντότητα, η ίδρυση της οποίας σχετίζεται πιθανότατα με τη δυνατότητα που παρείχε στους περίοικους πληθυσμούς να επικοινωνούν με τον Πόρο δια θαλάσσης, αποφεύγοντας κοπιαστική πεζοπορία κατά μήκος της τροιζηνιακής πεδιάδας μέχρι τον Γαλατά.
    Ευάγγελος Τόλης, Δημογραφικές όψεις του Πόρου (19ος αιώνας), διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Σχολή Φιλοσοφική. Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, 2012

  Μεταφράσεις επεξεργασία