Βάρναλης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Βάρναλης < (άμεσο δάνειο) τουρκική Varnalı (πατριδωνυμικό) < Varna (Βάρνα) + lı
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈvaɾ.na.lis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βάρ‐να‐λης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βάρναλης αρσενικό (θηλυκό Βάρναλη)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Κώστας Βάρναλης στη Βικιπαίδεια , 1884-1974, λογοτέχνης
Μεταγραφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- Γεώργιος Κ. Γιαννάκης (επιμ.), Ο γλωσσικός χάρτης της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας κατά την αρχαιότητα, Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015. σελ. 202