Δείτε επίσης: αὐτοκρατής

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Αὐτοκρᾰτεσ-
3η κλίση ετερόκλιτο: κατά την 1η κλίση
ονομαστική Αὐτοκράτης οἱ Αὐτοκράται1
      γενική τοῦ Αὐτοκράτους τῶν Αὐτοκρατῶν
      δοτική τῷ Αὐτοκράτει τοῖς Αὐτοκράταις
    αιτιατική τὸν Αὐτοκράτη
Αὐτοκράτην1
τοὺς Αὐτοκράτᾱς
     κλητική ! Αὐτόκρατες Αὐτοκράται
1Κατά την 1η κλίση. Αν σχηματιστεί πληθυντικός, όλες οι πτώσεις
κατά την 1η κλίση, όπως «στρατιώτης».
Δε μαρτυρείται δυικός αριθμός.
3η κλίση, Κατηγορία 'Σωκράτης' όπως «Σωκράτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αὐτοκράτης < αὐτο- + -κράτης (κράτος)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αὐτοκράτης αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία