Αὐλών
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Αὐλών | οἱ | Αὐλῶνες |
γενική | τοῦ | Αὐλῶνος | τῶν | Αὐλώνων |
δοτική | τῷ | Αὐλῶνῐ | τοῖς | Αὐλῶσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | Αὐλῶνᾰ | τοὺς | Αὐλῶνᾰς |
κλητική ὦ! | Αὐλών | Αὐλῶνες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Αὐλῶνε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Αὐλώνοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αὐλών < αὐλών < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂ewl-
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑὐλών, -ῶνος αρσενικό
Παράγωγα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Αὐλών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.