Δείτε επίσης: αὐλών, Αυλώνα, Αυλώνας
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Αὐλών οἱ Αὐλῶνες
      γενική τοῦ Αὐλῶνος τῶν Αὐλώνων
      δοτική τῷ Αὐλῶν τοῖς Αὐλῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Αὐλῶν τοὺς Αὐλῶνᾰς
     κλητική ! Αὐλών Αὐλῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Αὐλῶνε
γεν-δοτ τοῖν  Αὐλώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Αὐλών < αὐλών < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂ewl-

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Αὐλών, -ῶνος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. (τοπωνύμιο)
    1. πόλη στην Ήλιδα
    2. πόλη στη Μεσσηνία
    3. πόλη στη Χαλκιδική
    4. ελληνική αποικία στη βόρειο Ήπειρο

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία