↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Αἰγοσθενεύς οἱ Αἰγοσθενεῖς - Αἰγοσθενῆς*
      γενική τοῦ Αἰγοσθενέως τῶν Αἰγοσθενέων
      δοτική τῷ Αἰγοσθενεῖ τοῖς Αἰγοσθενεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Αἰγοσθενέ τοὺς Αἰγοσθενέᾱς
     κλητική ! Αἰγοσθενεῦ Αἰγοσθενεῖς - Αἰγοσθενῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Αἰγοσθεν1 ή Αἰγοσθενεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  Αἰγοσθενέοιν
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Αἰγοσθενεύς < Αἰγόσθεν(α) + -εύς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αἰγοσθενεύς αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία