Δείτε επίσης: Αἰγόσθενα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Αιγόσθενα
      γενική των Αιγόσθενων
Αιγοσθένων
    αιτιατική τα Αιγόσθενα
     κλητική Αιγόσθενα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αιγόσθενα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Αἰγόσθενα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eˈɣo.sθe.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αι‐γό‐σθε‐να

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αιγόσθενα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. αρχαία πόλη της Ελλάδας στην Αττική
  2. οικισμός της Αττικής, εναλλακτική ονομασία του Πόρτο Γερμενό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία