↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Αἰγιλιεύς οἱ Αἰγιλιεῖς - Αἰγιλιῆς*
      γενική τοῦ Αἰγιλιέως
Αἰγιλιῶς
τῶν Αἰγιλιέων
Αἰγιλιῶν
      δοτική τῷ Αἰγιλιεῖ τοῖς Αἰγιλιεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Αἰγιλιέ
Αἰγιλι
τοὺς Αἰγιλιέᾱς
Αἰγιλιᾶς
     κλητική ! Αἰγιλιεῦ Αἰγιλιεῖς - Αἰγιλιῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Αἰγιλι1 ή Αἰγιλιεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  Αἰγιλιέοιν
Κλίνεται όπως το βασιλεύς με επιπλέον συνηρημένους τύπους.
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'ἁλιεύς' όπως «ἁλιεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Αἰγιλιεύς < Αἰγιλί(α) + -εύς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αἰγιλιεύς αρσενικό