Δείτε επίσης: Αἰγίλια, Αἰγιλιά, Αιγιλία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Αἰγιλί
      γενική τῆς Αἰγιλίᾱς
      δοτική τῇ Αἰγιλί
    αιτιατική τὴν Αἰγιλίᾱν
     κλητική ! Αἰγιλί
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Αἰγιλία < Αἴγιλ(ος) + -ία[1]

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Αἰγιλία θηλυκό

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Αἴγιλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.