Αιγιλία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αιγιλία | ||
γενική | της | Αιγιλίας | ||
αιτιατική | την | Αιγιλία | ||
κλητική | Αιγιλία | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αιγιλία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Αἰγιλία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ʝiˈli.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αι‐γι‐λί‐α
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑιγιλία θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Αιγιλία στη Βικιπαίδεια