Δείτε επίσης: Ἀττάλεια
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Αττάλεια
      γενική της Αττάλειας
    αιτιατική την Αττάλεια
     κλητική Αττάλεια
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Αττάλεια < ελληνιστική κοινή Ἀττάλεια[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈta.li.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ατ‐τά‐λει‐α

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Αττάλεια θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)