Ασύρματος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ασύρματος | οι | Ασύρματοι |
γενική | του | Ασυρμάτου | των | Ασυρμάτων |
αιτιατική | τον | Ασύρματο | τους | Ασυρμάτους |
κλητική | Ασύρματε | Ασύρματοι | ||
συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ασύρματος < ασύρματος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈsiɾ.ma.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐σύρ‐μα‐τος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ασύρματος αρσενικό
- συνοικία στον Άγιο Δημήτριο, στην Αθήνα
- ※ Στην τελική ευθεία βρίσκεται το πλάνο ανάπλασης της εμβληματικής περιοχής του Ασυρμάτου στον Άγιο Δημήτριο, καθώς ολοκληρώθηκαν οι διαδικασίες παραχώρησης και πλέον ξεκινά η υλοποίηση της ολοκληρωμένης μελέτης. (Δημήτρης Πεφάνης, «Όλος ο Ασύρματος πράσινος και ανοιχτός για όλους», insider.gr, 3 Μαΐου 2019)