Δείτε επίσης: ασύρματος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ασύρματος οι Ασύρματοι
      γενική του Ασυρμάτου των Ασυρμάτων
    αιτιατική τον Ασύρματο τους Ασυρμάτους
     κλητική Ασύρματε Ασύρματοι
συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ασύρματος < ασύρματος[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈsiɾ.ma.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐σύρ‐μα‐τος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ασύρματος αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Καιροφύλας, Γιάννης (1995). Τοπωνύμια της Αθήνας, του Πειραιά και των περιχώρων. Αθήνα: Φιλιππότης. ISBN 9789602950746.