Ασημακόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ασημακόπουλος | οι | Ασημακόπουλοι & Ασημακοπουλαίοι1 |
γενική | του | Ασημακόπουλου & Ασημακοπούλου |
των | Ασημακόπουλων2 & Ασημακοπουλαίων |
αιτιατική | τον | Ασημακόπουλο | τους | Ασημακόπουλους3 & Ασημακοπουλαίους |
κλητική | Ασημακόπουλε | Ασημακόπουλοι & Ασημακοπουλαίοι | ||
1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Ασημακοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Ασημακοπούλους | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ασημακόπουλος < Ασημάκ(ης) (< Ασημ(ής) + -άκης) + -όπουλος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.si.maˈko.pu.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐ση‐μα‐κό‐που‐λος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑσημακόπουλος αρσενικό (θηλυκό Ασημακοπούλου)