Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αρτοτίνα οι Αρτοτίνες
      γενική της Αρτοτίνας
    αιτιατική την Αρτοτίνα τις Αρτοτίνες
     κλητική Αρτοτίνα Αρτοτίνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Άποψη της Αρτοτίνας.

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αρτοτίνα < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aɾ.toˈti.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αρ‐το‐τί‐να

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αρτοτίνα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία