Αρνόλδος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αρνόλδος | οι | Αρνόλδοι |
γενική | του | Αρνόλδου | των | Αρνόλδων |
αιτιατική | τον | Αρνόλδο | τους | Αρνόλδους |
κλητική | Αρνόλδε | Αρνόλδοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αρνόλδος < γερμανική Arnold < απώτατη αρχή πιθανώς πρωτογερμανική *arô (αετός) (πβ. Aar, Adler) + *waldaz (αρχηγός) (πβ. walten)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /arˈnol.ðos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αρ‐νόλ‐δος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑρνόλδος αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- Ευρετήριο: Συγγραφέων-Μεταφραστών-Φιλολογικών Εκδοτών, Βιβλιολογικό Εργαστήρι «Φίλιππος Ηλιού», Μουσείο Μπενάκη, ανακτήθηκε 22/11/2023 [1]