πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αρεόπολη οι Αρεοπόλεις
      γενική της Αρεόπολης* των Αρεοπόλεων
    αιτιατική την Αρεόπολη τις Αρεοπόλεις
     κλητική Αρεόπολη Αρεοπόλεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, Αρεοπόλεως
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
Αρεόπολη < αρχαία ελληνική Ἀρεόπολις. Συγχρονικά αναλύεται σε Άρης (Άρεως) + -πολη[1]

Κύριο όνομα

επεξεργασία
Άποψη οδού της Αρεόπολης

Αρεόπολη θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Everett-Heath, John (2020). Concise Oxford Dictionary of World Place Names [Συνοπτικό Λεξικό Παγκόσμιων Τοπωνυμίων της Οξφόρδης] (6η έκδοση). Oxford: Oxford University Press.