Αρδηττός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αρδηττός | οι | Αρδηττοί |
γενική | του | Αρδηττού | των | Αρδηττών |
αιτιατική | τον | Αρδηττό | τους | Αρδηττούς |
κλητική | Αρδηττέ | Αρδηττοί | ||
συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αρδηττός < αρχαία ελληνική Ἀρδηττός < προελληνική[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aɾ.ðiˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αρ‐δητ‐τός
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αρδηττός αρσενικό
- λόφος στην Αθήνα
- ※ Κι ὁ Ἀρδηττός, στητός, τὰ κυπαρίσσια, / φορτωμένος, στὴ στρογγυλὴ πλαγιά, / μοιάζει νὰν τἄχει ἑτοιμασμένα καὶ ἴσια / πάει στοῦ Ἰλισσοῦ νὰ ρίξει τὰ νερά. (Ρώμος Φιλύρας, Το θείο τοπίο, στο περιοδικό Νέα Εστία τεύχος 1379 (Χριστούγεννα 1984), τόμ. 116, σελ. 396)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Αρδηττός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)