Αντιπαριώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- Αντιπαριώτης < Αντιπαρ(ος) + -ιώτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αντιπαριώτης αρσενικό (θηλυκό Αντιπαριώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από την Αντίπαρο ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά επεξεργασία
- αντιπαριώτικος
- Αντιπαριώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αντιπαριώτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αντιπαριώτης | οι | Αντιπαριώτηδες |
γενική | του | Αντιπαριώτη* | των | Αντιπαριώτηδων |
αιτιατική | τον | Αντιπαριώτη | τους | Αντιπαριώτηδες |
κλητική | Αντιπαριώτη | Αντιπαριώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Αντιπαριώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Αντιπαριώτης < πατριδωνυμικό Αντιπαριώτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αντιπαριώτης αρσενικό (θηλυκό Αντιπαριώτη ή Αντιπαριώτου)