Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ανοιξίτσα οι Ανοιξίτσες
      γενική της Ανοιξίτσας
    αιτιατική την Ανοιξίτσα τις Ανοιξίτσες
     κλητική Ανοιξίτσα Ανοιξίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ανοιξίτσα < Άνοιξ(η) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.niˈksi.t͡sa/

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ανοιξίτσα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Άνοιξη