Αναφιώτικα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Αναφιώτικα | ||
γενική | των | Αναφιώτικων | ||
αιτιατική | τα | Αναφιώτικα | ||
κλητική | Αναφιώτικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αναφιώτικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αναφιώτικος στον πληθυντικό
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.naˈfço.ti.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐να‐φιώ‐τι‐κα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αναφιώτικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- συνοικία της Αθήνας
- ※ Τὰ Ἀναφιώτικα, ὡς εἴπομεν ἔχουσιν ἐν συνόλῳ κἄτι τερπνὸν ἐν τῇ ξηρᾷ ἅμα καὶ χαριέσσῃ αὐτῶν ὄψει. (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Άπαντα (Αθήνα: Κ.Π. Καπόπουλος, 1973), σελ. 115)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Ανάφη
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφιώτικα