Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ανάκασα οι Ανάκασες
      γενική της Ανάκασας των Ανακασών
    αιτιατική την Ανάκασα τις Ανάκασες
     κλητική Ανάκασα Ανάκασες
συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ανάκασα < πιθανόν παραφθορά του τοπικού επιρρήματος ἀνάκασι < αρχαία ελληνική Ἀνακαία[1][2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈna.ka.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐νά‐κα‐σα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ανάκασα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Κώστας Η. Μπίρης, Αι τοπωνυμίαι της πόλεως και των περιχώρων των Αθηνών (Αθήνα, Υπουργείο Πολιτισμού-Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων, 32006, ISBN 960-214445-9)
  2. Γιάννης Καιροφύλας, Τοπωνύμια της Αθήνας, του Πειραιά και των περιχώρων, (Αθήνα: Φιλιππότη, 1995)