Ανάβρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ανάβρα | οι | Ανάβρες |
γενική | της | Ανάβρας | — | |
αιτιατική | την | Ανάβρα | τις | Ανάβρες |
κλητική | Ανάβρα | Ανάβρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ανάβρα < ανάβρα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈna.vɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐νά‐βρα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑνάβρα θηλυκό